καγκουρό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καγκουρό < (άμεσο δάνειο) αγγλική kangaroo < gangurru (το γκρι καγκουρό στη γλώσσα Guugu Yimidhirr των ιθαγενών της Αυστραλίας)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καγκουρό ουδέτερο άκλιτο
- (θηλαστικό ζώο) μαρσιποφόρο ζώο της Αυστραλίας με ισχυρά πίσω πόδια που του επιτρέπουν να μετακινείται με μεγάλα πηδήματα
- (ναυτικός όρος, λαϊκότροπο) το φορτηγιδοφόρο πλοίο, κατά την έννοια ότι μεταφέρει στα κύτη του αυτοκινούμενες ή μη φορτηγίδες
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
καγκουρό στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)