καδινάτσο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καδινάτσο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καδινάτσο ουδέτερο
- (κεφαλονίτικο ιδίωμα) μεγάλος σύρτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καδινάτσο
|
|