καζάζης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καζάζης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καζάζης οι καζάζηδες
      γενική του καζάζη των καζάζηδων
    αιτιατική τον καζάζη τους καζάζηδες
     κλητική καζάζη καζάζηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καζάζης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καζάζης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καζάζης αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καζάζης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ? (τουρκική kazaz) + -ης < αραβική قزّاز (ḳazzāz, φύλακας μεταξιού) < αραβική قَزّ (ḳazz, μετάξι)[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καζάζης αρσενικό

  • (επάγγελμα) μεταξοπώλης, μεταξουργός
    ※  17ος αιώνας, παπα-Συναδινός, ιερεύς και σακελλάριος Σερρών, Xρονικό των Σερρών, @georgakas.lit.auth.gr
    Καὶ καίονται τὰ ἀπατζίδικα ὅλα ἀπὸ πάνου ἕως κάτου καὶ ὅλος ὁ ἀραστὰς καὶ ὅλοι οἱ χρυσοσκουφάδες καὶ ὅλοι οἱ καζάζηδες τρογύρου τὸ μπεζεστένι καὶ ἐσέβαινεν ἡ φλόγα ἀπὸ τὰ σιδεροπαράθυρα καὶ ἐκάηκαν τὰ χατίλια μόνον, ὁμοίως καὶ ὅλα τὰ ἐργαστήρια τῶν τακιατζήδων ἀπὸ τὴν μίαν ἄκρα ἕως τὴν ἄλλην, καὶ οἱ σπαθάδες καὶ οἱ σιδεράδες ὡς τὴν ἄκρη τῶν κηροπουλάδων.
    Paolo Odorico (επιμ.), Conseils et mémoires de Synadinos, prêtre de Serrès en Macédoine (XVIIe siecle), Editions de l’ Association “Pierre Belon”, Παρίσι 1996.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

  • καζάζηδες (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. kazaz - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν

Πηγές[επεξεργασία]