καζάζης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καζάζης | οι | καζάζηδες |
γενική | του | καζάζη | των | καζάζηδων |
αιτιατική | τον | καζάζη | τους | καζάζηδες |
κλητική | καζάζη | καζάζηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καζάζης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καζάζης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καζάζης αρσενικό
- (παρωχημένο) που επεξεργάζεται ή πουλάει το μετάξι· ο μεταξουργός ή ο μεταξοπώλης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καζάζης
→ δείτε τις λέξεις μεταξουργός και μεταξοπώλης |
Πηγές[επεξεργασία]
- καζάζης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καζάζης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ? (τουρκική kazaz) + -ης < αραβική قزّاز (ḳazzāz, φύλακας μεταξιού) < αραβική قَزّ (ḳazz, μετάξι)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καζάζης αρσενικό
- (επάγγελμα) μεταξοπώλης, μεταξουργός
- ※ 17ος αιώνας, ⌘ παπα-Συναδινός, ιερεύς και σακελλάριος Σερρών, Xρονικό των Σερρών, @georgakas.lit.auth.gr
- Καὶ καίονται τὰ ἀπατζίδικα ὅλα ἀπὸ πάνου ἕως κάτου καὶ ὅλος ὁ ἀραστὰς καὶ ὅλοι οἱ χρυσοσκουφάδες καὶ ὅλοι οἱ καζάζηδες τρογύρου τὸ μπεζεστένι καὶ ἐσέβαινεν ἡ φλόγα ἀπὸ τὰ σιδεροπαράθυρα καὶ ἐκάηκαν τὰ χατίλια μόνον, ὁμοίως καὶ ὅλα τὰ ἐργαστήρια τῶν τακιατζήδων ἀπὸ τὴν μίαν ἄκρα ἕως τὴν ἄλλην, καὶ οἱ σπαθάδες καὶ οἱ σιδεράδες ὡς τὴν ἄκρη τῶν κηροπουλάδων.
- Paolo Odorico (επιμ.), Conseils et mémoires de Synadinos, prêtre de Serrès en Macédoine (XVIIe siecle), Editions de l’ Association “Pierre Belon”, Παρίσι 1996.
- ※ 17ος αιώνας, ⌘ παπα-Συναδινός, ιερεύς και σακελλάριος Σερρών, Xρονικό των Σερρών, @georgakas.lit.auth.gr
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]
- καζάζηδες (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ kazaz - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
Πηγές[επεξεργασία]
- Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)
- καζάζης σελ.194, Τόμος 7 & συμπλήρωμα: καζάζης σελ.318, Τόμος 10 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- καζάζης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελληνικές λέξεις της όψιμης μεσαιωνικής ή πρώιμης νεοελληνικής περιόδου
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ελλείπουσα γραφή (οθωμανικά τουρκικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Επαγγέλματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)