καζανιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καζανιάζω < καζάνι + -ιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

καζανιάζω, στ.μέλλ.: θα καζανιάσω, αόρ.: καζάνιασα

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]