καθ' ὕλην
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθ' ὕλην < αρχαία ελληνική κατά (καθ' πριν από δασεία) & ὕλη, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική compétent en la matière[1] ...→ και δείτε περισσότερα στην έκφραση καθ' ύλην
Έκφραση[επεξεργασία]
καθ' ὕλην
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ «ύλη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)