Μετάβαση στο περιεχόμενο

καθέδρα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθέδρα οι καθέδρες
      γενική της καθέδρας των καθεδρών
    αιτιατική την καθέδρα τις καθέδρες
     κλητική καθέδρα καθέδρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καθέδρα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καθέδρα < αρχαία ελληνική καθέδρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaˈθe.ðɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καθέδρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καθέδρα θηλυκό

  1. κάθισμα, έδρα καθηγητή
  2. (θρησκεία) επισκοπικός θρόνος στο μεσαίο κλίτος του ναού
    1. (συνεκδοχικά) η επισκοπική έδρα, η πόλη στην οποία εδρεύει

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καθέδρ αἱ καθέδραι
      γενική τῆς καθέδρᾱς τῶν καθεδρῶν
      δοτική τῇ καθέδρ ταῖς καθέδραις
    αιτιατική τὴν καθέδρᾱν τὰς καθέδρᾱς
     κλητική ! καθέδρ καθέδραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καθέδρ
γεν-δοτ τοῖν  καθέδραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καθέδρα < (κατά) καθ- + ἕδρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καθέδρα θηλυκόθέδρ)

  1. κάθισμα
      καθέδρα πρεσβυτέρων (Ψαλμοί, LXX Ps.1.1)
      κατέστρεψεν καὶ τὰς καθέδρας τῶν πωλούντων τὰς περιστεράς (Κατά Ματθαίον, κα'z)
  2. η στάση καθίσματος
    1. παραμένω αδρανής: στην έκφραση
        ]] ἐν τῇ καθέδρᾳ εἶχεν: καθόταν άπρακτος (Θουκυδίδης, Ιστορία, 2.18.5. Μνημοσύνη@greek-language.gr (Κείμενο, μετάφραση: Άγγελος Βλάχος.)
  3. (ελληνιστική σημασία) έδρα καθηγητή, διδασκάλου
      ἐπὶ τῆς καθέδρας σοφιστής (Επιγραφή, Ελευσίνα, 3ος αιώνας. SIG845)
      Ἐπὶ τῆς μωϋσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι (Κατά Ματθαίον, κγ')
  4. (ελληνιστική σημασία) θρόνος
      τὸν ἐπὶ τῇ καθέδρᾳ τοῦ Αὐτοκράτορος (Eπιγραφή, Σπάρτη, 2ος αιώνας, BSA27.234)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη ἕδρα