καθήμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθήμενος λόγια μετοχή παθητικού παρακειμένου < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθήμενος (μετοχή παρακειμένου με σημασία ενεστώτα)
- Και ουσιαστικοποιημένο.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈθi.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θή‐με‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καθήμενος | η | καθήμενη | το | καθήμενο |
γενική | του | καθήμενου | της | καθήμενης | του | καθήμενου |
αιτιατική | τον | καθήμενο | την | καθήμενη | το | καθήμενο |
κλητική | καθήμενε | καθήμενη | καθήμενο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καθήμενοι | οι | καθήμενες | τα | καθήμενα |
γενική | των | καθήμενων | των | καθήμενων | των | καθήμενων |
αιτιατική | τους | καθήμενους | τις | καθήμενες | τα | καθήμενα |
κλητική | καθήμενοι | καθήμενες | καθήμενα | |||
Συγκρίνετε με την κλίση των ουσιαστικοποιημένων. | ||||||
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
καθήμενος, -η, -ο(δείτε και την αρχαία κλίση στο καθήμενος)
- (αρχαιοπρεπές, παρωχημένο) που κάθεται ή που έχει καθήσει
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καθήμενος | οι | καθήμενοι |
γενική | του | καθήμενου & καθημένου |
των | καθήμενων & καθημένων |
αιτιατική | τον | καθήμενο | τους | καθήμενους & καθημένους |
κλητική | καθήμενε | καθήμενοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συγκρίνετε με την κλίση της μετοχής καθήμενος | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
καθήμενος αρσενικό (θηλυκό καθήμενη & παρωχημένο: καθημένη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθήμενος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
καθήμενος, η, -ον μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου με σημασία ενεστώτα
- μετοχή του κάθημαι, ρήματος χρόνου παρακειμένου, μέσης φωνής, με σημασία ενεστώτα
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- κάθημαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λυόμενος' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λυόμενος' (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές μεσοπαθητικού παρακειμένου (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)