καθαρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
καθαρά < καθαρός
Επίρρημα[επεξεργασία]
καθαρά
- με καθαρό τρόπο
- αν και μόλις τριών ετών, μιλάει πολύ καθαρά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καθαρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καθαρό