καθαρά έσοδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθαρά έσοδα < → δείτε τις λέξεις καθαρός και έσοδο

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

καθαρά έσοδα (en) (μόνο πληθυντικός)