καθαριστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθαριστικός η καθαριστική το καθαριστικό
      γενική του καθαριστικού της καθαριστικής του καθαριστικού
    αιτιατική τον καθαριστικό την καθαριστική το καθαριστικό
     κλητική καθαριστικέ καθαριστική καθαριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθαριστικοί οι καθαριστικές τα καθαριστικά
      γενική των καθαριστικών των καθαριστικών των καθαριστικών
    αιτιατική τους καθαριστικούς τις καθαριστικές τα καθαριστικά
     κλητική καθαριστικοί καθαριστικές καθαριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθαριστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καθαριστικός (εξαγνιστικός) < καθαριστ(ής) + -ικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.θa.ɾi.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐θα‐ρι‐στι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

καθαριστικός, -ή, -ό (χωρίς παραθετικά)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη καθαρός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική καθαριστικός καθαριστική τὸ καθαριστικόν
      γενική τοῦ καθαριστικοῦ τῆς καθαριστικῆς τοῦ καθαριστικοῦ
      δοτική τῷ καθαριστικ τῇ καθαριστικ τῷ καθαριστικ
    αιτιατική τὸν καθαριστικόν τὴν καθαριστικήν τὸ καθαριστικόν
     κλητική ! καθαριστικέ καθαριστική καθαριστικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ καθαριστικοί αἱ καθαριστικαί τὰ καθαριστικᾰ́
      γενική τῶν καθαριστικῶν τῶν καθαριστικῶν τῶν καθαριστικῶν
      δοτική τοῖς καθαριστικοῖς ταῖς καθαριστικαῖς τοῖς καθαριστικοῖς
    αιτιατική τοὺς καθαριστικούς τὰς καθαριστικᾱ́ς τὰ καθαριστικᾰ́
     κλητική ! καθαριστικοί καθαριστικαί καθαριστικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καθαριστικώ τὼ καθαριστικᾱ́ τὼ καθαριστικώ
      γεν-δοτ τοῖν καθαριστικοῖν τοῖν καθαριστικαῖν τοῖν καθαριστικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθαριστικός < καθαριστ(ής) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

καθαριστικός, -ή, -όν (χωρίς παραθετικά)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) ΛΚΝ, Μπμπ, το δίνουν ως ελληνιστικό. Δεν υπάρχει LSJ, LSKonst. ούτε Δημητράκος. Υπάρχει Οικουμένιος ή Pseudo-Oecumenius. PG 118 (= I).119,9–725, 10ος αιώνας, και στο {{R:Somavera}}, καθαριστικός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)