καθαρμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθαρμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καθαίρω < αρχαία ελληνική καθαίρω
Μετοχή[επεξεργασία]
καθαρμένος
- που έχει καθαρθεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθαρμένος
|