καθαρογράφω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.θa.ɾoˈɣɾa.fo/
Ρήμα[επεξεργασία]
καθαρογράφω (παθητική φωνή: καθαρογράφομαι / καθαρογραφούμαι)
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καθαρογραμμένος
- καθαρογράφημα
- καθαρογράφηση
- καθαρογραφία
- καθαρογράφος
- → δείτε τις λέξεις καθαρός και γράφω