καθαρτήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθαρτήρας < ελληνιστική κοινή καθαρτήρ < αρχαία ελληνική καθαίρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καθαρτήρας αρσενικό
- όργανο με το οποίο καθαρίζουμε την κάννη ενός όπλου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθαρτήρας
|