καθαρό
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | καθαρό | καθαρά |
γενική | καθαρού | καθαρών |
αιτιατική | καθαρό | καθαρά |
κλητική | καθαρό | καθαρά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθαρό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καθαρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καθαρό ουδέτερο
- γραπτό απαλλαγμένο κατά το δυνατόν από λάθη και μουντζούρες, προορισμένο να παρουσιαστεί σε κάποιον που θα το αξιολογήσει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθαρό
Κλιτή μορφή επιθέτου[επεξεργασία]
καθαρό