καθαρός δανεισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καθαρός δανεισμός < → δείτε τις λέξεις καθαρός και δανεισμός, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική net debt
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]καθαρός δανεισμός
- (λογιστική) σε οικονομική μονάδα τα δάνεια (μακροπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα) μείον τα ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα