καθαρώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καθαρῶς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθαρώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθαρῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε καθαρ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

καθαρώς

Πηγές[επεξεργασία]

  • «καθαρός» (& καθαρά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)