καθετηριασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καθετηριασμός οι καθετηριασμοί
      γενική του καθετηριασμού των καθετηριασμών
    αιτιατική τον καθετηριασμό τους καθετηριασμούς
     κλητική καθετηριασμέ καθετηριασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καθετηριασμός < (ελληνιστική κοινήκαθετηρισμός < καθετηρίζω < καθετήρ < αρχαία ελληνική καθίημι < ἵημι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καθετηριασμός αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]