καθετηριασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθετηριασμός < (ελληνιστική κοινή) καθετηρισμός < καθετηρίζω < καθετήρ < αρχαία ελληνική καθίημι < ἵημι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καθετηριασμός αρσενικό
- (ιατρική) η εισαγωγή καθετήρα σε ασθενή, προκειμένου να διευκολυνθεί να αποβάλλει υγρά ή να του εφαρμοστεί κάποια θεραπεία ή διάγνωση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθετηριασμός