καθετοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθετοποίηση οι καθετοποιήσεις
      γενική της καθετοποίησης* των καθετοποιήσεων
    αιτιατική την καθετοποίηση τις καθετοποιήσεις
     κλητική καθετοποίηση καθετοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθετοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθετοποίηση < κάθετος + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική verticalization)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καθετοποίηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]