καθετοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθετοποιώ < καθετοποίηση + -ποιώ (αναδρομικός σχηματισμός) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική verticalize)

Ρήμα[επεξεργασία]

καθετοποιώ (παθητική φωνή: καθετοποιούμαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]