καθεύδω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθεύδω < αρχαία ελληνική καθεύδω

Ρήμα[επεξεργασία]

καθεύδω, χωρίς άλλους χρόνους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]