καθεύδω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καθεύδω < αρχαία ελληνική καθεύδω
Ρήμα
[επεξεργασία]καθεύδω, χωρίς άλλους χρόνους
- κοιμάμαι, δεν ενεργοποιούμαι ενώ θα έπρεπε
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καθεύδω
|