καθιερωθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθιερωθείς
καθιερωθέντας
η καθιερωθείσα το καθιερωθέν
      γενική του καθιερωθέντος
καθιερωθέντα
της καθιερωθείσας
καθιερωθείσης*
του καθιερωθέντος
    αιτιατική τον καθιερωθέντα την καθιερωθείσα το καθιερωθέν
     κλητική καθιερωθείς
καθιερωθέντα
καθιερωθείσα καθιερωθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθιερωθέντες οι καθιερωθείσες τα καθιερωθέντα
      γενική των καθιερωθέντων των καθιερωθεισών των καθιερωθέντων
    αιτιατική τους καθιερωθέντες τις καθιερωθείσες τα καθιερωθέντα
     κλητική καθιερωθέντες καθιερωθείσες καθιερωθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθιερωθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθιερωθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος καθιερῶ / καθιερόω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.θi.e.ɾoˈθis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐θι‐ε‐ρω‐θείς

Μετοχή[επεξεργασία]

καθιερωθείς, -είσα, -έν

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα