καθιερωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθιερωτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
καθιερωτικός, -ή, -ό
- που επιφέρει καθιέρωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθιερωτικός
|