καθοδηγήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καθοδηγήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καθοδηγώ
- θα καθοδηγήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καθοδηγώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
καθοδηγήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καθοδήγηση