καθομολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθομολογώ < αρχαία ελληνική καθομολογέω

Ρήμα[επεξεργασία]

καθομολογώ (παθητική φωνή: καθομολογούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]