καθρέπτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθρέπτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καθρέπτης → και δείτε τη λέξη καθρέφτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈθɾe.ptis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θρέ‐πτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καθρέπτης αρσενικό
- (παρωχημένο) λόγια, παλιότερη μορφή του καθρέφτης
Πηγές[επεξεργασία]
- «καθρέφτης» (& καθρέπτης) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθρέπτης < → δείτε τη λέξη καθρέφτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καθρέπτης αρσενικό
- άλλη μορφή του καθρέφτης (και στην καθαρεύουσα)
Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]
- καθρέπτες (πληθυντικός)
Πηγές[επεξεργασία]
- «καθρέπτης» - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- «καθρέφτης, καθρέπτης» - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Καθαρεύουσα από τα μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά από τα μεσαιωνικά ελληνικά (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)