καθρεφτισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθρεφτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καθρεφτίζω, καθρεφτίζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
καθρεφτισμένος, -η, -ο και καθρεπτισμένος
- που έχει καθρεφτιστεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθρεφτισμένος
|