καθυποχρέωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καθυποχρέωση | οι | καθυποχρεώσεις |
γενική | της | καθυποχρέωσης* | των | καθυποχρεώσεων |
αιτιατική | την | καθυποχρέωση | τις | καθυποχρεώσεις |
κλητική | καθυποχρέωση | καθυποχρεώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθυποχρεώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καθυποχρέωση < καθυποχρεώ(νω) + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καθυποχρέωση[1] θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καθυποχρεώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καθυποχρέωση
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ καθυποχρέωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)