καθυστέρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθυστέρηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καθυστέρηση θηλυκό
- το να έχει καθυστερήσει κάποιος ή κάτι, να έχει αργήσει να έρθει ή να γίνει
- το να μην έχει έρθει σε μια γυναίκα η περίοδός της στην αναμενόμενη ημερομηνία, κάτι που ίσως σημαίνει ότι έχει μείνει έγκυος
- η νοητική υστέρηση, το να μην έχει αναπτυχθεί νοητικά ένα άτομο όπως θα αναμενόταν συγκριτικά με άλλα άτομα της ίδιας ηλικίας
- η αργοπορία