καινοτομέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καινοτομέω < καινοτόμος < καινός + τέμνω
Ρήμα[επεξεργασία]
καινοτομέω-καινοτομῶ
- (για ορυχεία) σκάβω για να ανοίξω μια νέα φλέβα
- (μεταφορικά) αρχίζω κάτι νέο