καιροσκοπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καιροσκοπικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
καιροσκοπικός, -ή, -ό
- που συντελεί στον καιροσκοπισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καιροσκοπικός
|