καισαροβασιλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καισαροβασιλικός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική kaiserlich-königlich (κυριολεκτικά: αυτοκρατορικός–βασιλικός). Διαφορετική η χρήση της φράσης kaiserlich und königlich (αυτοκρατορικός και βασιλικός). → δείτε τις λέξεις καισαρικός και βασιλικός
Επίθετο[επεξεργασία]
καισαροβασιλικός, -ή, -ό
- (ιστορία, παρωχημένο) χαρακτηρισμός σε επωνυμίες κρατικών υπηρεσιών και φορέων της Αυστριακής Αυτοκρατορίας και της Αυστροουγγαρίας
- ※ […] υπό Αθανασίου Σταγειρίτου, Καθηγητού της Ελληνικής γλώσσης εν τη εν Βιέννη της Αουϛρίας Καισαροβασιλική Ακαδημία των Ανατολικών γλωσσών
- από τα στοιχεία έκδοσης του βιβλίου Βίος Θεμιστοκλέους του Αθηναίου. Συλλεχθείς εκ πολλών Συγγραφέων, και παραφρασθείς εις την απλουςέραν Ελληνικήν γλώσσαν. Βιέννη, 1819.[1]
- ※ […] υπό Αθανασίου Σταγειρίτου, Καθηγητού της Ελληνικής γλώσσης εν τη εν Βιέννη της Αουϛρίας Καισαροβασιλική Ακαδημία των Ανατολικών γλωσσών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καισαροβασιλικός
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)