και δε συμμαζεύεται
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
και δε συμμαζεύεται
- (κυριολεκτικά) και δεν μπορεί να συμμαζευτεί
- έχει ξετρελαθεί με το νέο παιχνίδι και δε συμμαζεύεται
- (μεταφορικά) (συνεχίζοντας μια παράθεση γεγονότων) και άλλα τέτοια υπερβολικά ή μεμπτά
- είχε μέσα στην τσάντα του τρυπάνι, σφυράκι, δαχτυλίδια, χαρτικά και δε συμμαζεύεται
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- συχνά συνώνυμο με το: και πάει λέγοντας, το οποίο, όμως, δεν δείχνει πάντα κάτι το υπερβολικό ή μεμπτό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
και δε συμμαζεύεται
|