κακάδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κακάδι | τα | κακάδια |
γενική | του | κακαδιού | των | κακαδιών |
αιτιατική | το | κακάδι | τα | κακάδια |
κλητική | κακάδι | κακάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακάδι < καίω (θέμα κα- με αναδιπλασιασμό[1]) + -άδι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈka.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κά‐δι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακάδι ουδέτερο
- στερεοποιημένο πηγμένο αίμα πάνω σε γδαρμένο δέρμα
- σκληρή μύξα ή άλλη αποξηραμένη βλέννα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.