κακέμφατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακέμφατος η κακέμφατη το κακέμφατο
      γενική του κακέμφατου της κακέμφατης του κακέμφατου
    αιτιατική τον κακέμφατο την κακέμφατη το κακέμφατο
     κλητική κακέμφατε κακέμφατη κακέμφατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακέμφατοι οι κακέμφατες τα κακέμφατα
      γενική των κακέμφατων των κακέμφατων των κακέμφατων
    αιτιατική τους κακέμφατους τις κακέμφατες τα κακέμφατα
     κλητική κακέμφατοι κακέμφατες κακέμφατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακέμφατος < ελληνιστική κοινή κακέμφατος < αρχαία ελληνική κακός + ἐμφαίνω < φαίνω

Επίθετο[επεξεργασία]

κακέμφατος, -η, -ο

  1. (λόγιο) κακόηχος
  2. (λόγιο) που έχει «αισχρή» σημασία, που δεν προξενεί καλή εντύπωση
    ※  Δεν ήταν όμως μόνον αυτός ο ηθικοπολιτικός λόγος που εμπόδισε τον λογιστή μας (ή τον βουλευτή μας) να γράψει «πισίνες». Ήταν κι εκείνη η δύσχρηστη ή και κακέμφατη γενική πληθυντικού της λέξης. (Πόθεν έρχεσαι…, εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22/09/2010 [1])
     συνώνυμα: απρεπής, (άσεμνος)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]