κακία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κακία | οι | κακίες |
γενική | της | κακίας | των | κακιών |
αιτιατική | την | κακία | τις | κακίες |
κλητική | κακία | κακίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακία < αρχαία ελληνική κακία < κακός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακία θηλυκό
- η ιδιότητα του κακού, η επιθυμία ή η τάση να κάνει κάποιος κακές πράξεις
- Ο Ηρακλής έπρεπε να διαλέξει ποιον δρόμο θα ακολουθήσει: τον δρόμο της αρετής ή τον δρόμο της κακίας;
- λόγος ή πράξη που δείχνει έχθρα και αποσκοπεί στο να πληγώσει τον άλλον
- αυτό που είπες ήταν μεγάλη κακία
- η μνησικακία, το να κρατάει κάποιος μέσα του την ανάμνηση του κακού που του έκανε κάποιος άλλος
- μου κρατάει κακία για κάτι που έγινε πριν από πολλά χρόνια
- Ώστε δεν δέχεσαι τη συγγνώμη μου; Η κακία θα σου μείνει!
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κρατάω κακία
- Μας χαιρέτησε με αγάπη να δείξει πως δε μας κρατούσε κακία. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή)
- αργία μήτηρ πάσης κακίας
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακία
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακία < κακός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακία θηλυκό
- η κακία