κακκαβιά
(Ανακατεύθυνση από κακαβιά)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακκαβιά < κακκάβι
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κακκαβιά | οι | κακκαβιές |
γενική | της | κακκαβιάς | των | κακκαβιών |
αιτιατική | την | κακκαβιά | τις | κακκαβιές |
κλητική | κακκαβιά | κακκαβιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακκαβιά θηλυκό
- το περιεχόμενο κι η χωρητικότητα του κακκαβιού
- (μαγειρική) σούπα που φτιάχνεται βράζοντας ποικιλία μικρών ψαριών μαζί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακκαβιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαγειρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)