κακαδιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακαδιάζω < κακάδ(ι) + -ιάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.kaˈðʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐κα‐διά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κακαδιάζω, αόρ.: κακάδιασα, μτχ.π.π.: κακαδιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]