κακαρωμένος
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κακαρωμέν
ος
η
κακαρωμέν
η
το
κακαρωμέν
ο
γενική
του
κακαρωμέν
ου
της
κακαρωμέν
ης
του
κακαρωμέν
ου
αιτιατική
τον
κακαρωμέν
ο
την
κακαρωμέν
η
το
κακαρωμέν
ο
κλητική
κακαρωμέν
ε
κακαρωμέν
η
κακαρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κακαρωμέν
οι
οι
κακαρωμέν
ες
τα
κακαρωμέν
α
γενική
των
κακαρωμέν
ων
των
κακαρωμέν
ων
των
κακαρωμέν
ων
αιτιατική
τους
κακαρωμέν
ους
τις
κακαρωμέν
ες
τα
κακαρωμέν
α
κλητική
κακαρωμέν
οι
κακαρωμέν
ες
κακαρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
κακαρωμένος
< παθητική μετοχή του
κακαρώνω
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
κακαρωμένος -η -ο
(
οικείο
)
νεκρός
,
πεθαμένος
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
τεζαρισμένος
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
κακάρωμα
κακαρώνω
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
κακαρωμένος
→
δείτε
τις λέξεις
πεθαμένος
και
νεκρός
Κατηγορίες
:
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες