Μετάβαση στο περιεχόμενο

κακοήθης

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η κακοήθης το κακόηθες
      γενική του/της κακοήθους* του κακοήθους
    αιτιατική τον/την κακοήθη το κακόηθες
     κλητική κακοήθη κακόηθες
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακοήθεις τα κακοήθη
      γενική των κακοήθων των κακοήθων
    αιτιατική τους/τις κακοήθεις τα κακοήθη
     κλητική κακοήθεις κακοήθη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κακοήθης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κακοήθης. Συγχρονικά αναλύεται σε κακο- + -ήθης (ήθος)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.koˈi.θis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κακοήθης
ομόηχο: κακοήθεις

Επίθετο

[επεξεργασία]

κακοήθης, -ης, κακόηθες [2]

  1. (για άνθρωπο) που έχει κακή και ανήθικη σκέψη και συμπεριφορά
  2. (για συμπεριφορά) που εκπορεύεται ή αφορά έναν τέτοιον άνθρωπο
  3. (ιατρική) χαρακτηρισμός ασθένειας που εξελίσσεται άσχημα και ενίοτε θανατηφόρα
      Συνολικά μπορούμε να πούμε ότι τα κακοήθη νεοπλάσματα είναι ουσιωδώς νοσήματα φθοράς και για τον λόγο αυτόν εμφανίζονται αυξανόμενα με την πρόοδο της ηλικίας. (@efsyn.gr)
      Η ελληνίδα ερευνήτρια προσέθεσε ότι προηγούμενες μελέτες έχουν συνδέσει το σολάριουμ και με το κακόηθες μελάνωμα, την πιο θανατηφόρο μορφή καρκίνου του δέρματος. (@tovima.gr)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. κακοήθης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. κακοήθης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
κᾰκοηθεσ-
ονομαστική / κακοήθης τὸ κακόηθες
      γενική τοῦ/τῆς κακοήθους τοῦ κακοήθους
      δοτική τῷ/τῇ κακοήθει τῷ κακοήθει
    αιτιατική τὸν/τὴν κακοήθη τὸ κακόηθες
     κλητική ! κακόηθες κακόηθες
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κακοήθεις τὰ κακοήθη
      γενική τῶν κακοήθων τῶν κακοήθων
      δοτική τοῖς/ταῖς κακοήθεσ(ν) τοῖς κακοήθεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς κακοήθεις τὰ κακοήθη
     κλητική ! κακοήθεις κακοήθη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κακοήθει τὼ κακοήθει
      γεν-δοτ τοῖν κακοήθοιν τοῖν κακοήθοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνήθης' όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κακοήθης < κακο- + -ήθης (ἦθος)

ζητούμενο λήμμα