κακογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακογραφία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακογραφία θηλυκό
- γρήγορη, άσχημη, δυσανάγνωστη γραφή
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακογραφία
|