κακοδιοίκηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακοδιοίκηση οι κακοδιοικήσεις
      γενική της κακοδιοίκησης* των κακοδιοικήσεων
    αιτιατική την κακοδιοίκηση τις κακοδιοικήσεις
     κλητική κακοδιοίκηση κακοδιοικήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κακοδιοικήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακοδιοίκηση < κακο- + διοίκηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κακοδιοίκηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]