κακοδιοικώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακοδιοικώ < μεσαιωνική ελληνική κακοδιοικώ < κακο- + διοικώ

Ρήμα[επεξεργασία]

κακοδιοικώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]