κακοκαρδισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακοκαρδισμένος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κακοκαρδισμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κακοκαρδίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
κακοκαρδισμένος, -η, -ο
- που τον έχουν κακοκαρδίσει, τον έχουν στενοχωρήσει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακοκαρδισμένος
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακοκαρδισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κακοκαρδίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
κακοκαρδισμένος
Πηγές[επεξεργασία]
- κακοκαρδίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Μετοχές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)