κακομαγειρεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακομαγειρεμένος < κακο- + μαγειρεμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μαγειρεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
κακομαγειρεμένος, -η, -ο
- (γαστρονομία) που δεν έχει μαγειρευτεί καλά
- → δείτε και τη λέξη αμαγείρευτος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακομαγειρεμένος
|