κακομεταχειρίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακομεταχειρίζομαι < κακο- + μεταχειρίζομαι ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική maltraiter[1])

Ρήμα[επεξεργασία]

κακομεταχειρίζομαι (μεταβατικό)

  1. χειρίζομαι άσχημα
  2. (μεταφορικά) φέρνομαι άσχημα σε κάποιον ή κάτι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]