κακομοιρέλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κακομοιρέλι | τα | κακομοιρέλια |
γενική | του | κακομοιρελιού | των | κακομοιρελιών |
αιτιατική | το | κακομοιρέλι | τα | κακομοιρέλια |
κλητική | κακομοιρέλι | κακομοιρέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακομοιρέλι < κακόμοιρ(ος) + -έλι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ko.miˈɾe.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κο‐μοι‐ρέ‐λι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακομοιρέλι ουδέτερο
- (επτανησιακό ιδίωμα) (υποκοριστικό) το κακομοιρούλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακομοιρέλι
→ δείτε τη λέξη κακόμοιρος |
Πηγές[επεξεργασία]
- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 16.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έλι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επτανησιακά ιδιώματα
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)