κακομοιριασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κακομοιριασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κακομοιριάζω
Προφορά
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]κακομοιριασμένος - η- ο
- που έχει κακομοιριαστεί