κακομοιρούλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κακομοιρούλι | τα | κακομοιρούλια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κακομοιρούλι | τα | κακομοιρούλια |
κλητική | κακομοιρούλι | κακομοιρούλια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακομοιρούλι < κακομοιρούλης + -ι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακομοιρούλι ουδέτερο
- (οικείο) (προφορικό) πλάσμα που είναι κακομοιρούλικο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακομοιρούλι
|