κακοπάθηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κακοπάθηση < (κακοπαθαίνω, κακοπαθώ) κακοπαθη- + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε κακο- + πάθηση (χωρίς τη σημασία: ασθένεια)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.koˈpa.θi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κο‐πά‐θη‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κακοπάθηση θηλυκό
- (δημοτική)[1] το αποτέλεσμα του κακοπαθαίνω
- ⮡ ώσπου να φτάσουμε είχαμε μεγάλες κακοπάθησες
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- κακοπάθημα
- κακοπάθεια
- κακοπάθια, κακοπαθιά (δημοτική)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη παθαίνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κακοπάθηση
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .