κακοπαθαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακοπαθαίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κακοπαθ(ῶ) + μεταπλασμός σε -αίνω.[1] Δείτε κακοπαθέω < κακός + πάσχω. Συγχρονικά αναλύεται σε κακό- + παθαίνω.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ko.paˈθe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐κο‐πα‐θαί‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

κακοπαθαίνω, αόρ.: κακόπαθα/κακοέπαθα, μτχ.π.π.: κακοπαθημένος/κακοπαθισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις κακός, πάθος και πάσχω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]